- πειρατικον
- πειρατικόνπειρᾱτικόντό пиратская шайка Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πειρατικόν — πειρᾱτικόν , πειρατικός fit for piracy masc acc sg πειρᾱτικόν , πειρατικός fit for piracy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρατικός — ή, ό / πειρατικός, ή, όν, ΝΜΑ [πειρατής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πειρατεία ή στους πειρατές, ο κουρσάρικος («πειρατικά πλοία») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πειρατικό το πλοίο τών πειρατών, κουρσάρικο 2. φρ. «πειρατικός σταθμός»… … Dictionary of Greek